αντιστασιακός

αντιστασιακός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την αντίσταση σε κάποιο σύστημα, αρχή, εξουσία, καθεστώς που συνήθως έχουν χαρακτήρα τυραννικό
2. το αρσ. ως ουσ. ο αντιστασιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”